μονόδερμος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
(6_17)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονόδερμος''': -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον δέρμα, χιτῶνα, Ἡσύχ. ἐν μονόλοπα.
|lstext='''μονόδερμος''': -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον δέρμα, χιτῶνα, Ἡσύχ. ἐν μονόλοπα.
}}
{{grml
|mltxt=[[μονόδερμος]], -ον (Α)<br />(για καρπούς) αυτός που έχει ένα μόνο [[δέρμα]], ένα [[περικάλυμμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δερμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέρμα]])].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόδερμος Medium diacritics: μονόδερμος Low diacritics: μονόδερμος Capitals: ΜΟΝΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: monódermos Transliteration B: monodermos Transliteration C: monodermos Beta Code: mono/dermos

English (LSJ)

ον,

   A gloss on μονόλοπος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 202] einhäutig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μονόδερμος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον δέρμα, χιτῶνα, Ἡσύχ. ἐν μονόλοπα.

Greek Monolingual

μονόδερμος, -ον (Α)
(για καρπούς) αυτός που έχει ένα μόνο δέρμα, ένα περικάλυμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -δερμος (< δέρμα)].