μοσχοτόμος: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(6_18) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοσχοτόμος''': -ον, ὁ τέμνων δηλ. σφάζων μόσχους, Γλωσσ. | |lstext='''μοσχοτόμος''': -ον, ὁ τέμνων δηλ. σφάζων μόσχους, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοσχοτόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που σφάζει μόσχους, ο [[θυσιαστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόσχος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λαιμο</i>-[[τόμος]], [[λιθο]]-[[τόμος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A slaughtering calves, i.e. sacrificer, Lat. victimarius, Gloss.
German (Pape)
[Seite 210] Kälber zerschneidend, schlachtend (?).
Greek (Liddell-Scott)
μοσχοτόμος: -ον, ὁ τέμνων δηλ. σφάζων μόσχους, Γλωσσ.
Greek Monolingual
μοσχοτόμος, -ον (Α)
αυτός που σφάζει μόσχους, ο θυσιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος, λιθο-τόμος.