μητρωσμός: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(a)
 
(25)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] ὁ, s. [[μητρῳασμός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0180.png Seite 180]] ὁ, s. [[μητρῳασμός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μητρῳσμός]], δωρ. τ. ματρῳσμός, ὁ (Α) [[μητρώζω]]<br />η [[εορτή]] [[προς]] τιμήν της Κυβέλης.
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 180] ὁ, s. μητρῳασμός.

Greek Monolingual

μητρῳσμός, δωρ. τ. ματρῳσμός, ὁ (Α) μητρώζω
η εορτή προς τιμήν της Κυβέλης.