μισαρχία: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(25)
(No difference)

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Greek Monolingual

μισαρχία, ἡ (Α)
(για τους Ιουδαίους) μίσος για την εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -αρχία μέσω ενός αμάρτυρου μίσαρχος (< μισῶ + -αρχος), πρβλ. φιλ-αρχία].