μίξοφρυς: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6_22)
(25)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μίξοφρυς''': υ, ὁ ἔχων ὀφρῦς συνημμένας κατὰ τὸ [[μέσον]], «τσατμαλίθικα φρύδια», Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 97.
|lstext='''μίξοφρυς''': υ, ὁ ἔχων ὀφρῦς συνημμένας κατὰ τὸ [[μέσον]], «τσατμαλίθικα φρύδια», Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 97.
}}
{{grml
|mltxt=-υ (Α [[μίξοφρυς]] και [[μείξοφρυς]], -υ)<br />αυτός που έχει ενωμένα τα φρύδια, [[σμιχτοφρύδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ιξ</i>(<i>ο</i>)- του [[μίγνυμι]] / [[μείγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφρύς]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[μέσο]]-<i>φρυς</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίξοφρυς Medium diacritics: μίξοφρυς Low diacritics: μίξοφρυς Capitals: ΜΙΞΟΦΡΥΣ
Transliteration A: míxophrys Transliteration B: mixophrys Transliteration C: miksofrys Beta Code: mi/cofrus

English (LSJ)

υ,

   A having eyebrows that meet, Cratin.430.

Greek (Liddell-Scott)

μίξοφρυς: υ, ὁ ἔχων ὀφρῦς συνημμένας κατὰ τὸ μέσον, «τσατμαλίθικα φρύδια», Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 97.

Greek Monolingual

-υ (Α μίξοφρυς και μείξοφρυς, -υ)
αυτός που έχει ενωμένα τα φρύδια, σμιχτοφρύδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μ(ε)ιξ(ο)- του μίγνυμι / μείγνυμι + ὀφρύς (πρβλ. μέσο-φρυς)].