μνησίθεος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_17)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μνησίθεος''': -ον, ὁ ἐνθυμούμενος τὸν Θεόν, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 394Ε.
|lstext='''μνησίθεος''': -ον, ὁ ἐνθυμούμενος τὸν Θεόν, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 394Ε.
}}
{{grml
|mltxt=[[μνησίθεος]] -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θυμάται τον θεό<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] [[άρκευθος]]<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[βούφθαλμον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μνησι</i>-, σύνθ. του τ. [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ.</b> [[μιμνήσκω]]) <span style="color: red;">+</span> [[θεός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ακουσί</i>-<i>θεος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνησῐθεος Medium diacritics: μνησίθεος Low diacritics: μνησίθεος Capitals: ΜΝΗΣΙΘΕΟΣ
Transliteration A: mnēsítheos Transliteration B: mnēsitheos Transliteration C: mnisitheos Beta Code: mnhsi/qeos

English (LSJ)

ον,

   A remembering God, freq. as pr. n., cf. Pl.Cra.394e.    II = ἄρκευθος, Ps.-Dsc.1.75.    2 = βούφθαλμον, Id.3.139.

German (Pape)

[Seite 195] Gottes eingedenk, s. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

μνησίθεος: -ον, ὁ ἐνθυμούμενος τὸν Θεόν, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 394Ε.

Greek Monolingual

μνησίθεος -ον (Α)
1. αυτός που θυμάται τον θεό
2. το φυτό άρκευθος
3. το φυτό βούφθαλμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. του τ. τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + θεός (πρβλ. ακουσί-θεος)].