μόρφασμα: Difference between revisions

From LSJ
(6_21)
(25)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μόρφασμα''': τό, [[ἀπεικόνισμα]], ψυχῆς ἐκπορνευούσης [[μόρφασμα]] (ἡ [[ὑπόκρισις]]) Εὐστ. Πονημάτ. 73. 37.
|lstext='''μόρφασμα''': τό, [[ἀπεικόνισμα]], ψυχῆς ἐκπορνευούσης [[μόρφασμα]] (ἡ [[ὑπόκρισις]]) Εὐστ. Πονημάτ. 73. 37.
}}
{{grml
|mltxt=[[μόρφασμα]], τὸ (Μ) [[μορφάζω]]<br />[[εικόνα]], [[απεικόνισμα]].
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 208] τό, das Abgebildete, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

μόρφασμα: τό, ἀπεικόνισμα, ψυχῆς ἐκπορνευούσης μόρφασμα (ἡ ὑπόκρισις) Εὐστ. Πονημάτ. 73. 37.

Greek Monolingual

μόρφασμα, τὸ (Μ) μορφάζω
εικόνα, απεικόνισμα.