μονόκλωνος: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(eksahir) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[de un solo tallo]] | |esgtx=[[de un solo tallo]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μονόκλωνος]], -ον)<br />(για φυτά) αυτός που έχει έναν μόνο κλώνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για νήματα) αυτός που αποτελείται από μία μόνο [[κλωστή]]<br /><b>2.</b> <b>βιολ.</b> αυτός που ανήκει στον ίδιο κυτταρικό κλώνο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μονόκλωνη ανοσοσφαιρίνη» — ανοσοσφαιρίνη η οποία εμφανίζεται σε ένα ομοιογενές [[έπαρμα]] [[κατά]] την [[ηλεκτροφόρηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κλῶνος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A with a single stem, Dsc. 4.5, dub. l. in Thphr.HP9.18.8, cf. PMag.Par.1.808:—also μονό-κλων, ib. 2689.
German (Pape)
[Seite 203] mit einem Zweige, einem Sproß, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
μονόκλωνος: -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα κλῶνα, Διοσκ. 3. 127, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 18.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονόκλωνος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει έναν μόνο κλώνο
νεοελλ.
1. (για νήματα) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κλωστή
2. βιολ. αυτός που ανήκει στον ίδιο κυτταρικό κλώνο
3. φρ. «μονόκλωνη ανοσοσφαιρίνη» — ανοσοσφαιρίνη η οποία εμφανίζεται σε ένα ομοιογενές έπαρμα κατά την ηλεκτροφόρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κλῶνος].