μονομαχοτροφεῖον: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
(6_21) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μονομᾰχοτροφεῖον''': τό, [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐτρέφοντο καὶ ἠσκοῦντο οἱ μονομάχοι, Σουΐδ. | |lstext='''μονομᾰχοτροφεῖον''': τό, [[τόπος]] [[ἔνθα]] ἐτρέφοντο καὶ ἠσκοῦντο οἱ μονομάχοι, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μονομαχοτροφείον]], τὸ (Α) [[μονομαχοτρόφος]]<br />[[τόπος]] όπου τρέφονταν και γυμνάζονταν οι μονομάχοι, [[μονομαχείον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, = Lat.
A ludus gladiatorius, Suid.
German (Pape)
[Seite 204] τό, ein Ort, wo Zweikämpfer ernährt od. erzogen werden, Gladiatorenschule, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
μονομᾰχοτροφεῖον: τό, τόπος ἔνθα ἐτρέφοντο καὶ ἠσκοῦντο οἱ μονομάχοι, Σουΐδ.
Greek Monolingual
μονομαχοτροφείον, τὸ (Α) μονομαχοτρόφος
τόπος όπου τρέφονταν και γυμνάζονταν οι μονομάχοι, μονομαχείον.