μοσχεία: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(25) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοσχεία''': ἡ, ἡ [[φύτευσις]] μοσχεύματος ἢ παραφυάδος, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 48, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν ζ΄ Θαυμάτ. 1. | |lstext='''μοσχεία''': ἡ, ἡ [[φύτευσις]] μοσχεύματος ἢ παραφυάδος, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 48, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν ζ΄ Θαυμάτ. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μοσχεία]], ἡ (Α) [[μοσχεύω]] (Ι)]<br />η [[μόσχευση]], το [[φύτεμα]] παραβλαστημάτων, παραφυάδων. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A planting of a sucker or layer, Ph.Byz.Mir.1.3, Sch.Theoc.1.48:— written μοσχέα, Ostr.1302 (pl.).
German (Pape)
[Seite 209] ἡ, das Pflanzen eines Ablegers, Schol. Theocr. 1, 48.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχεία: ἡ, ἡ φύτευσις μοσχεύματος ἢ παραφυάδος, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 1. 48, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν ζ΄ Θαυμάτ. 1.
Greek Monolingual
μοσχεία, ἡ (Α) μοσχεύω (Ι)]
η μόσχευση, το φύτεμα παραβλαστημάτων, παραφυάδων.