μυστηριάζω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
(6_1) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυστηριάζω''': [[εἰσάγω]] τινὰ εἰς τὰ μυστήρια, μυῶ, Φώτ., Εὐστ. Πονημάτ. 91. 29, κτλ. | |lstext='''μυστηριάζω''': [[εἰσάγω]] τινὰ εἰς τὰ μυστήρια, μυῶ, Φώτ., Εὐστ. Πονημάτ. 91. 29, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυστηριάζω]] (ΑΜ) [[μυστήριον]]<br />μυώ, [[εισάγω]] κάποιον στα μυστήρια, [[κατηχώ]] κάποιον στις απόκρυφες και μυστικές θρησκευτικές τελετές και δοξασίες. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 29 September 2017
English (LSJ)
A initio, Gloss.
German (Pape)
[Seite 223] in die Mysterien einweihen, Sp., Wolf Anecd. Graec. 1, 137.
Greek (Liddell-Scott)
μυστηριάζω: εἰσάγω τινὰ εἰς τὰ μυστήρια, μυῶ, Φώτ., Εὐστ. Πονημάτ. 91. 29, κτλ.
Greek Monolingual
μυστηριάζω (ΑΜ) μυστήριον
μυώ, εισάγω κάποιον στα μυστήρια, κατηχώ κάποιον στις απόκρυφες και μυστικές θρησκευτικές τελετές και δοξασίες.