μυλωρός: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(6_15) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῠλωρός''': -όν, ([[οὖρος]]) ὁ προεστηκὼς τῆς ἐργασίας τοῦ μύλου, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 19, Walz Ρήτ. 1. 266. | |lstext='''μῠλωρός''': -όν, ([[οὖρος]]) ὁ προεστηκὼς τῆς ἐργασίας τοῦ μύλου, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 19, Walz Ρήτ. 1. 266. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυλωρός]], ὁ (ΑΜ)<br />ο [[επιμελητής]], ο [[προϊστάμενος]] της εργασίας του μύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρός</i>, πιθ. [[κατά]] το <i>πυλ</i>-<i>ωρός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = μυλωθρός, Poll.7.19, Aesop.174b, Theognost.Can. 72.
German (Pape)
[Seite 217] Mühlenhüter, -wächter, Poll. 7, 19.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλωρός: -όν, (οὖρος) ὁ προεστηκὼς τῆς ἐργασίας τοῦ μύλου, Πολυδ. Ζ΄, 19, Walz Ρήτ. 1. 266.
Greek Monolingual
μυλωρός, ὁ (ΑΜ)
ο επιμελητής, ο προϊστάμενος της εργασίας του μύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + -ωρός, πιθ. κατά το πυλ-ωρός].