νεοπευθής: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(6_7)
(26)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοπευθής''': -ές, ὁ νεωστὶ ἀκουσθείς, κατὰ τὸν Alberti ἀντὶ νεοπαθῆ παρ’ Ἡσυχ., ἀντὶ νεοπεφθῆ παρὰ Φωτ.
|lstext='''νεοπευθής''': -ές, ὁ νεωστὶ ἀκουσθείς, κατὰ τὸν Alberti ἀντὶ νεοπαθῆ παρ’ Ἡσυχ., ἀντὶ νεοπεφθῆ παρὰ Φωτ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεοπευθής]], -ές (Α)<br />αυτός που έγινε [[γνωστός]] [[πριν]] από λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πευθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πεύθω]] «πληροφορούμαι»), <b>πρβλ.</b> <i>πολυ</i>-<i>πευθής</i>].
}}
}}

Revision as of 11:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοπευθής Medium diacritics: νεοπευθής Low diacritics: νεοπευθής Capitals: ΝΕΟΠΕΥΘΗΣ
Transliteration A: neopeuthḗs Transliteration B: neopeuthēs Transliteration C: neopefthis Beta Code: neopeuqh/s

English (LSJ)

ές,

   A late-learnt, prob. for νεοπαθῆ, Hsch., for νεοπεφθῆ, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

νεοπευθής: -ές, ὁ νεωστὶ ἀκουσθείς, κατὰ τὸν Alberti ἀντὶ νεοπαθῆ παρ’ Ἡσυχ., ἀντὶ νεοπεφθῆ παρὰ Φωτ.

Greek Monolingual

νεοπευθής, -ές (Α)
αυτός που έγινε γνωστός πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. πολυ-πευθής].