μυλεύς: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(6_15) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μῠλεύς''': ὁ, ὁ προστάτης τῶν μύλων, ἐπίθετον τοῦ [[Διός]], Λυκόφρ. 435. | |lstext='''μῠλεύς''': ὁ, ὁ προστάτης τῶν μύλων, ἐπίθετον τοῦ [[Διός]], Λυκόφρ. 435. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυλεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />(επίθ. για τον Δία) ο [[προστάτης]] τών μύλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νομ</i>-<i>εύς</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ, epith. of Zeus,
A guardian of mills, Lyc.435.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, Beiname des Zeus, des Vorstehers der Mühlen, Lycophr. 435.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλεύς: ὁ, ὁ προστάτης τῶν μύλων, ἐπίθετον τοῦ Διός, Λυκόφρ. 435.
Greek Monolingual
μυλεύς, -έως, ὁ (Α)
(επίθ. για τον Δία) ο προστάτης τών μύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κατάλ. -εύς (πρβλ. νομ-εύς)].