νεκυολόγος: Difference between revisions
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
(6_18) |
(26) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεκυολόγος''': -ον, ὁ συλλέγων τοὺς νεκρούς, Θεοδ. Πρόδρ. ἐν Notices τ. 7, σ. 257, 5. | |lstext='''νεκυολόγος''': -ον, ὁ συλλέγων τοὺς νεκρούς, Θεοδ. Πρόδρ. ἐν Notices τ. 7, σ. 257, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεκυολόγος]], -ον (Μ)<br />αυτός που συναθροίζει, που συλλέγει τα πτώματα ή τις ψυχές τών [[νεκρών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]], -<i>υος</i> «[[νεκρός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
νεκυολόγος: -ον, ὁ συλλέγων τοὺς νεκρούς, Θεοδ. Πρόδρ. ἐν Notices τ. 7, σ. 257, 5.
Greek Monolingual
νεκυολόγος, -ον (Μ)
αυτός που συναθροίζει, που συλλέγει τα πτώματα ή τις ψυχές τών νεκρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + -λόγος].