μυωξία: Difference between revisions
From LSJ
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
(6_10) |
(26) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυωξία''': ἡ, = τῷ προηγ., Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· ― μυξία παρὰ τῷ Γρηγ. Ναζ. | |lstext='''μυωξία''': ἡ, = τῷ προηγ., Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· ― μυξία παρὰ τῷ Γρηγ. Ναζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυωξία]], ἡ (ΑΜ) [[μυωξός]]<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και [[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) υπόγεια [[φωλιά]] ζώου και [[ιδίως]] ποντικού, [[ποντικότρυπα]], [[ποντικοφωλιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A mouse-hole, also a term of reproach, Id., Suid.; cf. μυωνιά.
Greek (Liddell-Scott)
μυωξία: ἡ, = τῷ προηγ., Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· ― μυξία παρὰ τῷ Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
μυωξία, ἡ (ΑΜ) μυωξός
(κατά τον Ησύχ. και κατά το λεξ. Σούδα) υπόγεια φωλιά ζώου και ιδίως ποντικού, ποντικότρυπα, ποντικοφωλιά.