ναύμαχος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
mNo edit summary |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[for]] [[naval]] [[combat]]; ξυστά ναύμαχος. Il. 15.389 and 677. | |auten=[[for]] [[naval]] [[combat]]; ξυστά ναύμαχος. Il. 15.389 and 677. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ναύμαχος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[ναυμαχία]] ή αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[ναυμαχία]]<br /><b>2.</b> [[νικητής]] σε [[ναυμαχία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον (proparox.),
A of or for a sea-fight, ξυστὰ ναύμαχος pikes for sea-battles, Il. 15.389, cf. 677; δόρατα ν. Hdt.7.89, cf. D.Chr.11.117, Opp.H.5.301, C.2.62. II parox. ναυμάχος, Act., fighting at sea, AP7.741 (Crin.), Ath.4.154f, IG3.1202.146 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ναύμᾰχος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ναυμαχίαν, ξυστὰ ναύμαχος, ξύλα μακρά, «κοντάρια» εἰς ναυμαχίαν χρήσιμα, Ἰλ. Ο. 389, πρβλ. 677· δόρατα ν. Ἡρόδ. 7. 89. ΙΙ. παροξ. ναυμάχος, ἐνεργ., ὁ κατὰ θάλασσαν μαχόμενος, ὁ ναυμαχῶν, Ἀνθ. Π. 7. 741, ἴδε Ἀθήν. 154F.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
propre aux combats sur mer.
Étymologie: ναῦς, μάχομαι.
English (Autenrieth)
for naval combat; ξυστά ναύμαχος. Il. 15.389 and 677.
Greek Monolingual
ναύμαχος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ναυμαχία ή αυτός που είναι κατάλληλος για ναυμαχία
2. νικητής σε ναυμαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -μαχος (< μάχομαι)].