Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
ξιφοδότης, ὁ (Μ)αυτός που δίνει ξίφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. ζωο-δότης.