νυ: Difference between revisions
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
(Bailly1_3) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[νυνί]]. | |btext=v. [[νυνί]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το (Α νῡ)<br /><b>άκλ.</b> το δέκατο τρίτο [[γράμμα]] του ελληνικού αλφαβήτου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «με το νυ και με το [[σίγμα]]» — με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]], με [[ακριβολογία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. εγκυκλ. λ. <i>Ν</i>, <i>ν</i>].———————— <b>(II)</b><br />νυ (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (εγκλιτ. τ.) <b>βλ.</b> <i>νυν</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. νῦν 11. II νῦ, τό, indecl., the letter ν, Achae.33.3, Pl. Cra.414c, IG2.4321.21 (iv B.C.), BCH29.483 (Delos), BGU153.16 (ii A.D.). (Cf. Hebr. nūn.)
French (Bailly abrégé)
v. νυνί.
Greek Monolingual
(I)
το (Α νῡ)
άκλ. το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
νεοελλ.
φρ. «με το νυ και με το σίγμα» — με κάθε λεπτομέρεια, με ακριβολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. εγκυκλ. λ. Ν, ν].———————— (II)
νυ (Α)
επίρρ. (εγκλιτ. τ.) βλ. νυν.