νευρόθλαστος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
(6_18)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευρόθλαστος''': -ον, ὁ ἔχων τὰ [[νεῦρα]] τεθλασμένα, τοὺς τεθλασμένους τὰ [[νεῦρα]], καθάπερ [[ἐκεῖνος]] ἐτέθλαστο, νευροτρώτους ἐφθάκασι καλεῖν οὐ νευροθλάστους Γαλην. 13. 712.
|lstext='''νευρόθλαστος''': -ον, ὁ ἔχων τὰ [[νεῦρα]] τεθλασμένα, τοὺς τεθλασμένους τὰ [[νεῦρα]], καθάπερ [[ἐκεῖνος]] ἐτέθλαστο, νευροτρώτους ἐφθάκασι καλεῖν οὐ νευροθλάστους Γαλην. 13. 712.
}}
{{grml
|mltxt=[[νευρόθλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σπασμένα τα [[νεύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θλῶ</i> «[[σπάω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>θλαστος</i>, <i>κεφαλό</i>-<i>θλαστος</i>].
}}
}}

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρόθλαστος Medium diacritics: νευρόθλαστος Low diacritics: νευρόθλαστος Capitals: ΝΕΥΡΟΘΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: neuróthlastos Transliteration B: neurothlastos Transliteration C: nevrothlastos Beta Code: neuro/qlastos

English (LSJ)

ον,

   A bruised in the sinews, Gal.13.576, Orib.Fr. 88.

Greek (Liddell-Scott)

νευρόθλαστος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νεῦρα τεθλασμένα, τοὺς τεθλασμένους τὰ νεῦρα, καθάπερ ἐκεῖνος ἐτέθλαστο, νευροτρώτους ἐφθάκασι καλεῖν οὐ νευροθλάστους Γαλην. 13. 712.

Greek Monolingual

νευρόθλαστος, -ον (Α)
αυτός που έχει σπασμένα τα νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -θλαστος (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. εύ-θλαστος, κεφαλό-θλαστος].