ξεκουτιάρης: Difference between revisions

From LSJ

μηδείς ἀγεωμέτρητος εἰσίτω μου τὴν στέγην → let no one ignorant of geometry come under my roof

Source
(27)
(No difference)

Revision as of 11:58, 29 September 2017

Greek Monolingual

-α, -ικο- αποβλακωμένος, ξεμωραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξεκούτης + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κιτριν-ιάρης)].