νοσοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
(6_14)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νοσοτρόφος''': ὁ, = [[νοσοκόμος]], Λεξικ. Χειρόγρ. SGM. ἐν Cod. Paris. Reg. 345 fr. 125 ἐν λ. [[νοσοκόμος]].
|lstext='''νοσοτρόφος''': ὁ, = [[νοσοκόμος]], Λεξικ. Χειρόγρ. SGM. ἐν Cod. Paris. Reg. 345 fr. 125 ἐν λ. [[νοσοκόμος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νοσοτρόφος]], ὁ (Α)<br />αυτός που περιποιείται ασθενή, [[νοσοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μηλο</i>-<i>τρόφος</i>].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νοσοτρόφος: ὁ, = νοσοκόμος, Λεξικ. Χειρόγρ. SGM. ἐν Cod. Paris. Reg. 345 fr. 125 ἐν λ. νοσοκόμος.

Greek Monolingual

νοσοτρόφος, ὁ (Α)
αυτός που περιποιείται ασθενή, νοσοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο-τρόφος].