νηπιοπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_7)
 
(27)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νηπιοπρεπής''': -ές, ἁρμόζων εἰς νήπια, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1, μέρ. α΄, σ. 240Β, κτλ.· - Ἐπίρρ. νηπιοπρεπῶς, Ἀναστ. Σιν. ἐν Mi. Pa gr. τ. 89, σ. 221, 229.
|lstext='''νηπιοπρεπής''': -ές, ἁρμόζων εἰς νήπια, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1, μέρ. α΄, σ. 240Β, κτλ.· - Ἐπίρρ. νηπιοπρεπῶς, Ἀναστ. Σιν. ἐν Mi. Pa gr. τ. 89, σ. 221, 229.
}}
{{grml
|mltxt=[[νηπιοπρεπής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που αρμόζει σε νήπια<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για εκείνον που εισέρχεται για πρώτη [[φορά]] στην πνευματική ζωή του χριστιανισμού, για τον αρχάριο στη ζωή της Εκκλησίας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νηπιοπρεπῶς</i> (Μ)<br />με τρόπο που αρμόζει σε [[νήπιο]], νηπιακά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήπιος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρέπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μικρο</i>-<i>πρεπής</i>].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νηπιοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς νήπια, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1, μέρ. α΄, σ. 240Β, κτλ.· - Ἐπίρρ. νηπιοπρεπῶς, Ἀναστ. Σιν. ἐν Mi. Pa gr. τ. 89, σ. 221, 229.

Greek Monolingual

νηπιοπρεπής, -ές (ΑΜ)
αυτός που αρμόζει σε νήπια
αρχ.
κατάλληλος για εκείνον που εισέρχεται για πρώτη φορά στην πνευματική ζωή του χριστιανισμού, για τον αρχάριο στη ζωή της Εκκλησίας.
επίρρ...
νηπιοπρεπῶς (Μ)
με τρόπο που αρμόζει σε νήπιο, νηπιακά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μικρο-πρεπής].