νηπιοπρεπής

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

Greek (Liddell-Scott)

νηπιοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς νήπια, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1, μέρ. α΄, σ. 240Β, κτλ.· - Ἐπίρρ. νηπιοπρεπῶς, Ἀναστ. Σιν. ἐν Mi. Pa gr. τ. 89, σ. 221, 229.

Greek Monolingual

νηπιοπρεπής, -ές (ΑΜ)
αυτός που αρμόζει σε νήπια
αρχ.
κατάλληλος για εκείνον που εισέρχεται για πρώτη φορά στην πνευματική ζωή του χριστιανισμού, για τον αρχάριο στη ζωή της Εκκλησίας.
επίρρ...
νηπιοπρεπῶς (Μ)
με τρόπο που αρμόζει σε νήπιο, νηπιακά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μικροπρεπής].

German (Pape)

ές, für Kinder schicklich, Sp.

Translations

childish

Aghwan: 𐕘𐔰𐕙𐔴𐕒𐕡𐕎𐕒𐕡𐕎; Armenian: երեխայական, մանկական, տհաս; Belarusian: дзіцячы, інфантыльны; Bulgarian: детински, инфантилен; Chinese Mandarin: 幼稚, 孩子氣, 孩子气; Czech: dětinský; Dutch: kinderachtig, infantiel; Esperanto: infanaĵa; Estonian: lapsik; Finnish: lapsellinen; French: puéril, gamin; German: kindisch; Greek: παιδιάστικος, παιδαριώδης; Ancient Greek: βρεφικός, βρεφῶδες, βρεφώδης, μειρακιῶδες, μειρακιώδης, νηπίαχος, νηπιαχῶδες, νηπιαχώδης, νηπίεος, νηπιοπρεπής, νήπιος, νηπιόφρων, νηπύτιος, παιδαρικός, παιδαριῶδες, παιδαριώδης, παιδικός, παιδνός; Hebrew: ילדותי‎; Hungarian: gyerekes; Ido: puerala, pueratra; Indonesian: kekanak-kanakan; Irish: leanbaí, páistiúil; Italian: infantile, bambinesco, puerile; Japanese: 幼稚, 子供っぽい, 子供じみた; Khmer: ង៉ែត; Latin: puerilis; Lithuanian: vaikiškas; Macedonian: детински, детинест; Malayalam: ബാലിശ, ബാലിശമായ; Manchu: ᠵᡠᠰᡝᡴᡳ; Maori: ngākau pāpaku; Middle English: childissh; Norwegian Bokmål: barnslig; Nynorsk: barnsleg; Old English: ċildisċ; Old Norse: bernskr, bernskligr; Persian: بچه‌گانه‎; Polish: dziecinny, infantylny; Portuguese: infantil, imaturo; Romanian: copilăros, imatur, pueril, infantil; Russian: ребяческий, инфантильный, детский; Slovene: otróčji; Sorbian Lower Sorbian: źiśecy; Spanish: infantil, infantiloide, pueril, aniñado, niñato; Swedish: barnslig, pueril; Turkish: çocuksu, çocuğumsu; Ukrainian: дитинячий, дитячий, інфантильний; Welsh: plentynnaidd