νεωλκία: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(6_11)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεωλκία''': ἡ, τὸ ἀνέλκειν [[πλοῖον]] εἰς τὴν ξηρὰν ἢ καθέλκειν αὐτὸ εἰς τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 2.
|lstext='''νεωλκία''': ἡ, τὸ ἀνέλκειν [[πλοῖον]] εἰς τὴν ξηρὰν ἢ καθέλκειν αὐτὸ εἰς τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεωλκία]], ἡ (Α) [[νεωλκός]]<br />[[ρυμούλκηση]] πλοίου [[μέσα]] σε [[νεώριο]], [[νεώλκηση]].
}}
}}

Revision as of 11:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωλκία Medium diacritics: νεωλκία Low diacritics: νεωλκία Capitals: ΝΕΩΛΚΙΑ
Transliteration A: neōlkía Transliteration B: neōlkia Transliteration C: neolkia Beta Code: newlki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A hauling up a ship into dock, Aen.Tact.17.1, Arist.Ph.253b18, Thphr.HP5.7.2 (pl.), IG22.1028.37 (pl.): metaph., σῶμα ὥσπερ ἐν ν. τῇ σχολῇ τεθεραπευμένον Plu.2.136a.

Greek (Liddell-Scott)

νεωλκία: ἡ, τὸ ἀνέλκειν πλοῖον εἰς τὴν ξηρὰν ἢ καθέλκειν αὐτὸ εἰς τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. Φυσ. 8. 3, 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 2.

Greek Monolingual

νεωλκία, ἡ (Α) νεωλκός
ρυμούλκηση πλοίου μέσα σε νεώριο, νεώλκηση.