νευρότρωτος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
(6_18) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νευρότρωτος''': -ον, ὁ τετρωμένος κατὰ τὰ [[νεῦρα]] ἢ τοὺς τένοντας, Γαλην. 13. 344. | |lstext='''νευρότρωτος''': -ον, ὁ τετρωμένος κατὰ τὰ [[νεῦρα]] ἢ τοὺς τένοντας, Γαλην. 13. 344. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νευρότρωτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που τραυματίστηκε στα [[νεύρα]] ή στους τένοντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] «[[τένοντας]]» <span style="color: red;">+</span> [[τρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τι</i>-<i>τρώ</i>-<i>σκω</i> «[[τραυματίζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>καρδιό</i>-<i>τρωτος</i>, <i>τενοντό</i>-<i>τρωτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A wounded in the sinews or tendons, Dsc.1.58, Androm. ap. Gal.13.419, Gal.13.563, Alex.Aphr.Pr.1.50.
Greek (Liddell-Scott)
νευρότρωτος: -ον, ὁ τετρωμένος κατὰ τὰ νεῦρα ἢ τοὺς τένοντας, Γαλην. 13. 344.
Greek Monolingual
νευρότρωτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που τραυματίστηκε στα νεύρα ή στους τένοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον «τένοντας» + τρωτός (< τι-τρώ-σκω «τραυματίζω»), πρβλ. καρδιό-τρωτος, τενοντό-τρωτος].