νεοθανής: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(6_7) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεοθᾰνής''': -ές, (θανεῖν) ὁ νεωστὶ τεθνεώς, Ἀγαθίας 133, 16, Σουΐδ. ἐν. λέξ. | |lstext='''νεοθᾰνής''': -ές, (θανεῖν) ὁ νεωστὶ τεθνεώς, Ἀγαθίας 133, 16, Σουΐδ. ἐν. λέξ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεοθανής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που πέθανε πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θανής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>θαν</i>- του [[θάνατος]]), <b>πρβλ.</b> <i>αρτι</i>-<i>θανής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (θανεῖν)
A just dead, Agath.2.31, Suid.
German (Pape)
[Seite 241] ές, neuerdings, eben erst gestorben, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεοθᾰνής: -ές, (θανεῖν) ὁ νεωστὶ τεθνεώς, Ἀγαθίας 133, 16, Σουΐδ. ἐν. λέξ.
Greek Monolingual
νεοθανής, -ές (ΑΜ)
αυτός που πέθανε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -θανής (< θ. θαν- του θάνατος), πρβλ. αρτι-θανής].