μουσοδόνημα: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(6_21) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μουσοδόνημα''': τό, ([[δονέω]]) ᾆσμα μουσολήπτου ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπνευσθέν, Εὔπολις ἐν «Προσπαλτίοις» 4. | |lstext='''μουσοδόνημα''': τό, ([[δονέω]]) ᾆσμα μουσολήπτου ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπνευσθέν, Εὔπολις ἐν «Προσπαλτίοις» 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μουσοδόνημα]], τὸ (Α)<br />[[άσμα]] ατόμου που εμπνεύστηκε από τις Μούσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> [[δόνημα]](<span style="color: red;"><</span> <i>δονῶ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (δονέω)
A poetic frenzy, Eup.245 (pl.).
German (Pape)
[Seite 211] τό, die Windungen des Gesanges, Eupolis bei Prisc. XVIII p. 214 Kr.
Greek (Liddell-Scott)
μουσοδόνημα: τό, (δονέω) ᾆσμα μουσολήπτου ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπνευσθέν, Εὔπολις ἐν «Προσπαλτίοις» 4.
Greek Monolingual
μουσοδόνημα, τὸ (Α)
άσμα ατόμου που εμπνεύστηκε από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + δόνημα(< δονῶ)].