μυοφόνος: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζον → there is no greater pain than grief
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui tue les rats.<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]], [[πεφνεῖν]]. | |btext=ος, ον :<br />qui tue les rats.<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]], [[πεφνεῖν]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυοφόνος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[μυοφόνον]]<br />το [[φυτό]] ακόνιτον, που [[είναι]] θανατηφόρο για τα ποντίκια<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που σκοτώνει ποντίκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i>, <i>μυός</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[θείνω]] «[[σκοτώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>λεοντο</i>- [[φόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 218] Mäuse tödtend, Sp., wie μυοκτόνος, bes. ἀκόνιτον; auch eine Pflanze hieß so, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μυοφόνος: -ον, ὁ φονεύων τοὺς μῦς: - μ., ὁ, εἶδος φυτοῦ ἐκ τῶν ἐννευροκαύλων, θανατηφόρου εἰς τοὺς μῦς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 9, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue les rats.
Étymologie: μῦς, πεφνεῖν.
Greek Monolingual
μυοφόνος, -ον (ΑΜ)
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυοφόνον
το φυτό ακόνιτον, που είναι θανατηφόρο για τα ποντίκια
αρχ.
αυτός που σκοτώνει ποντίκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. λεοντο- φόνος.