μυότρωτος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(6_15)
 
(26)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυότρωτος''': -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68.
|lstext='''μυότρωτος''': -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυότρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πληγωθεί στους μυς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυς</i>, <i>μυός</i> «όργανο του σώματος» <span style="color: red;">+</span> -<i>τρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τιτρώσκω]]) «[[πληγώνω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>δουρί</i>-<i>τρωτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μυότρωτος: -ον, (μῦς IV) ὁ τρωθεὶς κατὰ τοὺς μῦς, Διοσκ. 1. 68.

Greek Monolingual

μυότρωτος, -ον (Α)
αυτός που έχει πληγωθεί στους μυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «όργανο του σώματος» + -τρωτος (< τιτρώσκω) «πληγώνω»), πρβλ. δουρί-τρωτος].