μυρταλίς: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(6_12) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυρτᾰλίς''': -ίδος, ἡ, «ἡ ὀξυμυρρίνη, ὡς Λάκωνες» Ἡσύχ. | |lstext='''μυρτᾰλίς''': -ίδος, ἡ, «ἡ ὀξυμυρρίνη, ὡς Λάκωνες» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυρταλίς]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ ὀξυμυρρίνη, ὡς Λάκωνες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]] (<b>πρβλ.</b> [[συκαλίς]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Lacon. for ὀξυμυρρίνη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 222] ίδος, ἡ, lakon. = Vorigem, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτᾰλίς: -ίδος, ἡ, «ἡ ὀξυμυρρίνη, ὡς Λάκωνες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μυρταλίς, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ ὀξυμυρρίνη, ὡς Λάκωνες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος (πρβλ. συκαλίς)].