μυρταλίς: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(6_12)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυρτᾰλίς''': -ίδος, ἡ, «ἡ ὀξυμυρρίνη, ὡς Λάκωνες» Ἡσύχ.
|lstext='''μυρτᾰλίς''': -ίδος, ἡ, «ἡ ὀξυμυρρίνη, ὡς Λάκωνες» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυρταλίς]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ ὀξυμυρρίνη, ὡς Λάκωνες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]] (<b>πρβλ.</b> [[συκαλίς]])].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρτᾰλίς Medium diacritics: μυρταλίς Low diacritics: μυρταλίς Capitals: ΜΥΡΤΑΛΙΣ
Transliteration A: myrtalís Transliteration B: myrtalis Transliteration C: myrtalis Beta Code: murtali/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Lacon. for ὀξυμυρρίνη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 222] ίδος, ἡ, lakon. = Vorigem, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μυρτᾰλίς: -ίδος, ἡ, «ἡ ὀξυμυρρίνη, ὡς Λάκωνες» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μυρταλίς, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ ὀξυμυρρίνη, ὡς Λάκωνες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος (πρβλ. συκαλίς)].