μωρόκακος: Difference between revisions

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source
(6_18)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μωρόκακος''': -ον, ὁ μωρὸς ἅμα καὶ κακός, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 223.
|lstext='''μωρόκακος''': -ον, ὁ μωρὸς ἅμα καὶ κακός, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 223.
}}
{{grml
|mltxt=[[μωρόκακος]], -ον (Α)·, [[μωρός]] και [[συνάμα]] [[κακός]], [[μωροκακοήθης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μωρ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> [[μωρός]]) <span style="color: red;">+</span> [[κακός]]].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωρόκᾰκος Medium diacritics: μωρόκακος Low diacritics: μωρόκακος Capitals: ΜΩΡΟΚΑΚΟΣ
Transliteration A: mōrókakos Transliteration B: mōrokakos Transliteration C: morokakos Beta Code: mwro/kakos

English (LSJ)

ον, = foreg., Ptol.Tetr.167.

German (Pape)

[Seite 226] = Vorigem, Procl.

Greek (Liddell-Scott)

μωρόκακος: -ον, ὁ μωρὸς ἅμα καὶ κακός, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. σ. 223.

Greek Monolingual

μωρόκακος, -ον (Α)·, μωρός και συνάμα κακός, μωροκακοήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + κακός].