μῶρον: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(6_21)
(26)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῶρον''': τό, = [[μόρον]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 7. ― [[Κατὰ]] Κόντον (ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 565) πλημμελὴς ὁ διὰ τοῦ ω [[τύπος]].
|lstext='''μῶρον''': τό, = [[μόρον]], Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 7. ― [[Κατὰ]] Κόντον (ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 565) πλημμελὴς ὁ διὰ τοῦ ω [[τύπος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μῶρον]], τὸ (Α)<br />(δ. γρφ.) [[μόρον]].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 226] τό, = μόρον, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μῶρον: τό, = μόρον, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 1. 7. ― Κατὰ Κόντον (ἐν Ἀθηνᾶς τ. Γ΄, σ. 565) πλημμελὴς ὁ διὰ τοῦ ω τύπος.

Greek Monolingual

μῶρον, τὸ (Α)
(δ. γρφ.) μόρον.