ναοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(6_18) |
(26) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νᾱοφόρος''': -ον, ὁ φέρων ἐν ἑαυτῷ ναόν, δηλ. ὁ ὢν καθ’ ἑαυτὸν [[ναός]], κατὰ τὸ [[θεοφόρος]], κτλ., Ἰγνάτ. πρὸς Ἐφεσ. 9· ἴδε Coteler. ἐν τόπῳ. | |lstext='''νᾱοφόρος''': -ον, ὁ φέρων ἐν ἑαυτῷ ναόν, δηλ. ὁ ὢν καθ’ ἑαυτὸν [[ναός]], κατὰ τὸ [[θεοφόρος]], κτλ., Ἰγνάτ. πρὸς Ἐφεσ. 9· ἴδε Coteler. ἐν τόπῳ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ναοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει ναό [[μέσα]] του ή αυτός που [[είναι]] ο [[ίδιος]] [[ναός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναός]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:01, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 228] den Tempel tragend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νᾱοφόρος: -ον, ὁ φέρων ἐν ἑαυτῷ ναόν, δηλ. ὁ ὢν καθ’ ἑαυτὸν ναός, κατὰ τὸ θεοφόρος, κτλ., Ἰγνάτ. πρὸς Ἐφεσ. 9· ἴδε Coteler. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
ναοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει ναό μέσα του ή αυτός που είναι ο ίδιος ναός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + -φόρος].