ναύπρηστις: Difference between revisions
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(6_12) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναύπρηστις''': -ιδος, ἡ, ([[πίμπρημι]]) ἡ καίουσα πλοῖα, Ἐτυμ. Μέγ. 508. 43. | |lstext='''ναύπρηστις''': -ιδος, ἡ, ([[πίμπρημι]]) ἡ καίουσα πλοῖα, Ἐτυμ. Μέγ. 508. 43. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ναύπρηστις]], ἡ (Α)<br />αυτή που καίει πλοία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πρηστις</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πρη</i>- του [[πίμπρημι]], <b>πρβλ.</b> αόρ. <i>πρῆ</i>-<i>σαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>βού</i>-<i>πρηστις</i>, <i>κυνό</i>-<i>πρηστις</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (πίμπρημι) Adj.
A burning ships, EM 598.43.
German (Pape)
[Seite 232] ἡ, die Schiffe anzündend, verbrennend, E. M. 598, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ναύπρηστις: -ιδος, ἡ, (πίμπρημι) ἡ καίουσα πλοῖα, Ἐτυμ. Μέγ. 508. 43.
Greek Monolingual
ναύπρηστις, ἡ (Α)
αυτή που καίει πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πρηστις (< θ. πρη- του πίμπρημι, πρβλ. αόρ. πρῆ-σαι), πρβλ. βού-πρηστις, κυνό-πρηστις].