νεκυοπομπός: Difference between revisions
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(6_2) |
(26) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεκυοπομπός''': [[νεκροπομπός]], ὁ πέμπων τοὺς νεκρούς, Ἰω. Μαλαλ. σ. 121, 8, κλ. | |lstext='''νεκυοπομπός''': [[νεκροπομπός]], ὁ πέμπων τοὺς νεκρούς, Ἰω. Μαλαλ. σ. 121, 8, κλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεκυοπομπός]], -όν (Μ)<br />[[νεκροπομπός]], αυτός που στέλνει τους νεκρούς στον Άδη<br /><b>2.</b> «[[νεκυοπομπός]] (ενν. [[λίμνη]])» — [[ονομασία]] μυθικής λίμνης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκυς]], -<i>υος</i> «[[νεκρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[πομπός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέμπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιερο</i>-[[πομπός]], <i>νεκρο</i>-[[πομπός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
(sc. λίμνη), ἡ, name of a mythical lake, Sch.Od.p.5 Buttm. (cf. Jo. Malal.p.121).
Greek (Liddell-Scott)
νεκυοπομπός: νεκροπομπός, ὁ πέμπων τοὺς νεκρούς, Ἰω. Μαλαλ. σ. 121, 8, κλ.
Greek Monolingual
νεκυοπομπός, -όν (Μ)
νεκροπομπός, αυτός που στέλνει τους νεκρούς στον Άδη
2. «νεκυοπομπός (ενν. λίμνη)» — ονομασία μυθικής λίμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς, -υος «νεκρός» + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ιερο-πομπός, νεκρο-πομπός.