νεφοδιώκτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(6_15)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεφοδιώκτης''': ὁ, ὁ διὰ μαγικῆς τέχνης τὰς νεφέλας διώκων, Ψευδο-Ἰουστῖν. 1277D (πρβλ. Διόδ. 5, 55, Παυσ. 2. 34, 3, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 248Β, κλ.).
|lstext='''νεφοδιώκτης''': ὁ, ὁ διὰ μαγικῆς τέχνης τὰς νεφέλας διώκων, Ψευδο-Ἰουστῖν. 1277D (πρβλ. Διόδ. 5, 55, Παυσ. 2. 34, 3, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 248Β, κλ.).
}}
{{grml
|mltxt=[[νεφοδιώκτης]], ὁ (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που με μαγική [[τέχνη]] διώχνει τα σύννεφα<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) νεφελομάντης, αυτός που ασκεί [[μαντεία]] με την [[παρατήρηση]] τών νεφών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέφος]] <span style="color: red;">+</span> [[διώκτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[διώκω]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νεφοδιώκτης: ὁ, ὁ διὰ μαγικῆς τέχνης τὰς νεφέλας διώκων, Ψευδο-Ἰουστῖν. 1277D (πρβλ. Διόδ. 5, 55, Παυσ. 2. 34, 3, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 248Β, κλ.).

Greek Monolingual

νεφοδιώκτης, ὁ (ΑΜ)
1. αυτός που με μαγική τέχνη διώχνει τα σύννεφα
2. (κατ' επέκτ.) νεφελομάντης, αυτός που ασκεί μαντεία με την παρατήρηση τών νεφών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + διώκτης (< διώκω)].