νεφρώδης: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεφρώδης''': -ες, = [[νεφροειδής]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 16.
|lstext='''νεφρώδης''': -ες, = [[νεφροειδής]], Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 16.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεφρώδης]], -ῶδες (Α) [[νεφρός]]<br />[[νεφροειδής]], με [[σχήμα]] νεφρού.
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφρώδης Medium diacritics: νεφρώδης Low diacritics: νεφρώδης Capitals: ΝΕΦΡΩΔΗΣ
Transliteration A: nephrṓdēs Transliteration B: nephrōdēs Transliteration C: nefrodis Beta Code: nefrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = νεφροειδής, Arist.PA670b13.

Greek (Liddell-Scott)

νεφρώδης: -ες, = νεφροειδής, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 7, 16.

Greek Monolingual

νεφρώδης, -ῶδες (Α) νεφρός
νεφροειδής, με σχήμα νεφρού.