νίκησις: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(6_20) |
(27) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νίκησις''': πολέμου, [[νίκη]] πολέμου, Λυβ. κ. Ροδ. στ. 2070, ἔκδ. Wr. ― Ἐν τοῖς λεξικοῖς ὑπάρχει μόνον τὸ Νικασίς, ὡς κύρ. ὄν. γυναικός. | |lstext='''νίκησις''': πολέμου, [[νίκη]] πολέμου, Λυβ. κ. Ροδ. στ. 2070, ἔκδ. Wr. ― Ἐν τοῖς λεξικοῖς ὑπάρχει μόνον τὸ Νικασίς, ὡς κύρ. ὄν. γυναικός. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νίκησις]], ἡ (ΑΜ) [[νικώ]]<br />[[νίκη]] σε πόλεμο ή σε αγώνες («[[νίκησις]] πολέμου», Λίβ. και Ροδ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[δίδω]] νίκησιν» — [[βοηθώ]] κάποιον να νικήσει, [[ενισχύω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
νίκησις: πολέμου, νίκη πολέμου, Λυβ. κ. Ροδ. στ. 2070, ἔκδ. Wr. ― Ἐν τοῖς λεξικοῖς ὑπάρχει μόνον τὸ Νικασίς, ὡς κύρ. ὄν. γυναικός.
Greek Monolingual
νίκησις, ἡ (ΑΜ) νικώ
νίκη σε πόλεμο ή σε αγώνες («νίκησις πολέμου», Λίβ. και Ροδ.)
μσν.
φρ. «δίδω νίκησιν» — βοηθώ κάποιον να νικήσει, ενισχύω.