νταβατζής: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
(27)
(No difference)

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Greek Monolingual

και νταβάς, ο (Μ νταβατζής και νταουτζής)
νεοελλ.
εραστής και εκμεταλλευτής ιεροδούλων, γυναικών που ασκούν την πορνεία
μσν.
(νομ.) ο ενάγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. davaci «συνήγορος» < dava «δίκη»].