νοσογνωμονικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(27) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νοσογνωμονικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἔμπειρος]] περὶ τὸ διαγιγνώσκειν τὰς νόσους ἐκ τῶν συμπτωμάτων αὐτῶν, ἡ νοσογνωμονικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ τοῦ ἰατροῦ [[τέχνη]], ἡ διαγνωστική, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 85. | |lstext='''νοσογνωμονικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἔμπειρος]] περὶ τὸ διαγιγνώσκειν τὰς νόσους ἐκ τῶν συμπτωμάτων αὐτῶν, ἡ νοσογνωμονικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ τοῦ ἰατροῦ [[τέχνη]], ἡ διαγνωστική, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 85. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νοσογνωμονικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ικανός]] στη [[διάγνωση]] ασθένειας από τα συμπτώματά της<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ νοσογνωμονική</i><br />η [[τέχνη]] της διάγνωσης τών νόσων από τα εξωτερικά συμπτώματά τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νόσος]] <span style="color: red;">+</span> [[γνωμονικός]] (<span style="color: red;"><</span> [[γνώμων]]), <b>πρβλ.</b> [[φυσιογνωμονικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A skilled in judging of diseases by their symptoms: ἡ -κή (sc. τέχνη), the physician's art, diagnostic, Pl. ap. D.L.3.85.
Greek (Liddell-Scott)
νοσογνωμονικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος περὶ τὸ διαγιγνώσκειν τὰς νόσους ἐκ τῶν συμπτωμάτων αὐτῶν, ἡ νοσογνωμονικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τοῦ ἰατροῦ τέχνη, ἡ διαγνωστική, Πλάτ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 85.
Greek Monolingual
νοσογνωμονικός, -ή, -όν (Α)
1. ο ικανός στη διάγνωση ασθένειας από τα συμπτώματά της
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ νοσογνωμονική
η τέχνη της διάγνωσης τών νόσων από τα εξωτερικά συμπτώματά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γνωμονικός (< γνώμων), πρβλ. φυσιογνωμονικός.