ὀρθοπύγιον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρθοπύγιον''': τό, = [[ὀρροπύγιον]], Ἐρατοσθ. Καταστ. 25 καὶ 41. = ὀρθόπῡγος, ον, ὁ ἔχων τὴν πυγὴν ὀρθήν, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου. | |lstext='''ὀρθοπύγιον''': τό, = [[ὀρροπύγιον]], Ἐρατοσθ. Καταστ. 25 καὶ 41. = ὀρθόπῡγος, ον, ὁ ἔχων τὴν πυγὴν ὀρθήν, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀρθοπύγιον]], τὸ (Α)<br />το ορροπύγιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πύγιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] «οπίσθια»), <b>πρβλ.</b> <i>ορρο</i>-<i>πύγιον</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], τό,
A = ὀρροπύγιον, Eratosth. Cat.25,41, Vett.Val.10.3, Sch.Arat.276.
German (Pape)
[Seite 375] τό, = ὀῤῥοπύγιον, zw.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοπύγιον: τό, = ὀρροπύγιον, Ἐρατοσθ. Καταστ. 25 καὶ 41. = ὀρθόπῡγος, ον, ὁ ἔχων τὴν πυγὴν ὀρθήν, ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου.
Greek Monolingual
ὀρθοπύγιον, τὸ (Α)
το ορροπύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -πύγιον (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. ορρο-πύγιον].