πετάζω: Difference between revisions

From LSJ

μισῶ σοφιστὴν ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who recks not his own rede, I hate the sage who is not wise for himself, I hate the wise man who is not wise on his own

Source
(6_2)
(32)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πετάζω''': [[πετάννυμι]]· καὶ πέτακνον, = [[πέταχνον]], Ἡσύχ.
|lstext='''πετάζω''': [[πετάννυμι]]· καὶ πέτακνον, = [[πέταχνον]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[πετώ]], μετακινούμαι από [[τόπο]] σε [[τόπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[πετάννυμι]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ζω</i>].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 604] = πετάννυμι, scheint ein ganz ungebr., nur von Gramm. zu dem fut. πετάσω gemachtes praes. zu sein.

Greek (Liddell-Scott)

πετάζω: πετάννυμι· καὶ πέτακνον, = πέταχνον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
πετώ, μετακινούμαι από τόπο σε τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του πετάννυμι, κατά τα ρ. σε -ζω].