ποικιλομορφία: Difference between revisions
From LSJ
(b) |
(33) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0650.png Seite 650]] ἡ, mannichfaltige Gestalt, Gestaltung, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0650.png Seite 650]] ἡ, mannichfaltige Gestalt, Gestaltung, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ποικῐλομορφία''': ἡ, [[ποικιλία]] μορφῆς, σχηματισμοῦ, λίθων Διον. Ἀρεοπ. σ. 897 (Ἐπιστ. 9., σ. 496, 1). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΑ [[ποικιλόμορφος]]<br />η [[ιδιότητα]] του ποικιλόμορφου, η [[ποικιλία]] της μορφής ή του σχήματος, [[πολυμορφία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> η ύπαρξη σε ένα [[είδος]] φαινοτύπων με παραλλαγές που οφείλονται σε [[μεταβολή]] του γονοτύπου στα σωματικά κύτταρα [[κατά]] την [[ανάπτυξη]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:05, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 650] ἡ, mannichfaltige Gestalt, Gestaltung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλομορφία: ἡ, ποικιλία μορφῆς, σχηματισμοῦ, λίθων Διον. Ἀρεοπ. σ. 897 (Ἐπιστ. 9., σ. 496, 1).
Greek Monolingual
η, ΝΑ ποικιλόμορφος
η ιδιότητα του ποικιλόμορφου, η ποικιλία της μορφής ή του σχήματος, πολυμορφία
νεοελλ.
βιολ. η ύπαρξη σε ένα είδος φαινοτύπων με παραλλαγές που οφείλονται σε μεταβολή του γονοτύπου στα σωματικά κύτταρα κατά την ανάπτυξη.