ποικιλομορφία
From LSJ
Εἴκειν δ' οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don't know how to yield to your misfortunes
German (Pape)
[Seite 650] ἡ, mannichfaltige Gestalt, Gestaltung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλομορφία: ἡ, ποικιλία μορφῆς, σχηματισμοῦ, λίθων Διον. Ἀρεοπ. σ. 897 (Ἐπιστ. 9., σ. 496, 1).
Greek Monolingual
η, ΝΑ ποικιλόμορφος
η ιδιότητα του ποικιλόμορφου, η ποικιλία της μορφής ή του σχήματος, πολυμορφία
νεοελλ.
βιολ. η ύπαρξη σε ένα είδος φαινοτύπων με παραλλαγές που οφείλονται σε μεταβολή του γονοτύπου στα σωματικά κύτταρα κατά την ανάπτυξη.