πολυκλεής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
(6_8)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυκλεής''': -ές, ὁ πολὺ κλεϊζόμενος, [[περίφημος]], Μανέθων 4. 43 (ἕτεροι πολὺ [[κλέος]])· συγκρ. -έστερος, Θεμίστ. 53Β.
|lstext='''πολυκλεής''': -ές, ὁ πολὺ κλεϊζόμενος, [[περίφημος]], Μανέθων 4. 43 (ἕτεροι πολὺ [[κλέος]])· συγκρ. -έστερος, Θεμίστ. 53Β.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, και ποιητ. τ. [[πολυκλήεις]], -εσσα, -εν, Α<br />[[περίφημος]], [[ξακουστός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλεής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλέος]], <i>το</i> «[[φήμη]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>κλεής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκλεής Medium diacritics: πολυκλεής Low diacritics: πολυκλεής Capitals: ΠΟΛΥΚΛΕΗΣ
Transliteration A: polykleḗs Transliteration B: polykleēs Transliteration C: polykleis Beta Code: polukleh/s

English (LSJ)

ές,

   A far-famed, Man.4.43 (nisi leg. πολὺ κλέος): Comp. -έστερος Them.Or.4.53b.

German (Pape)

[Seite 664] ές, viel od. sehr berühmt, Man. 4, 43.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκλεής: -ές, ὁ πολὺ κλεϊζόμενος, περίφημος, Μανέθων 4. 43 (ἕτεροι πολὺ κλέος)· συγκρ. -έστερος, Θεμίστ. 53Β.

Greek Monolingual

-ές, και ποιητ. τ. πολυκλήεις, -εσσα, -εν, Α
περίφημος, ξακουστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλεής (< κλέος, το «φήμη»), πρβλ. μεγαλο-κλεής].