ποδορρώη: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(6_9)
 
(33)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποδορρώη''': ἡ, ([[ῥώννυμι]]) ἡ τοὺς πόδας ἰσχυρά, ποδορρώην Ἀταλάντην Καλλ. εἰς Ἄρτ. 215, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «τὴν τοῖς ποσὶν ὀρούουσαν καὶ ὁρμῶσαν».
|lstext='''ποδορρώη''': ἡ, ([[ῥώννυμι]]) ἡ τοὺς πόδας ἰσχυρά, ποδορρώην Ἀταλάντην Καλλ. εἰς Ἄρτ. 215, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «τὴν τοῖς ποσὶν ὀρούουσαν καὶ ὁρμῶσαν».
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(για την Άρτεμι) αυτή που [[είναι]] ρωμαλέα, ισχυρή στα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. πιθ. [[πρέπει]] να διορθωθεί σε <i>ποδορρώρη</i>].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ποδορρώη: ἡ, (ῥώννυμι) ἡ τοὺς πόδας ἰσχυρά, ποδορρώην Ἀταλάντην Καλλ. εἰς Ἄρτ. 215, ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «τὴν τοῖς ποσὶν ὀρούουσαν καὶ ὁρμῶσαν».

Greek Monolingual

ἡ, Α
(για την Άρτεμι) αυτή που είναι ρωμαλέα, ισχυρή στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε ποδορρώρη].