πολυρρόθιος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
(6_16)
(33)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυρρόθιος''': -ον, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἡ [[μεγάλως]] ῥοχθοῦσα, [[θάλασσα]] Κόϊντ. Σμ. 7. 305· ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμμάτων πληττόμενος Ἄρατ. 412· ― [[ὡσαύτως]] πολύρροθος, ον, φροίμια π., αἱ κραυγαὶ πολλῶν φωνῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 7.
|lstext='''πολυρρόθιος''': -ον, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἡ [[μεγάλως]] ῥοχθοῦσα, [[θάλασσα]] Κόϊντ. Σμ. 7. 305· ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμμάτων πληττόμενος Ἄρατ. 412· ― [[ὡσαύτως]] πολύρροθος, ον, φροίμια π., αἱ κραυγαὶ πολλῶν φωνῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 7.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[πολύρροθος]]<br /><b>1.</b> (για τη [[θάλασσα]]) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολύβουος<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που πλήττεται από τα κύματα της δυστυχίας («ἐποικτίρασα πολυρροθίους ανθρώπους», Άρατ.).
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυρρόθιος Medium diacritics: πολυρρόθιος Low diacritics: πολυρρόθιος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΟΘΙΟΣ
Transliteration A: polyrróthios Transliteration B: polyrrothios Transliteration C: polyrrothios Beta Code: polurro/qios

English (LSJ)

ον,

   A much-dashing, loud-roaring, θάλασσα Q.S.7.395; buffeted by many waves, ἄνθρωποι Arat.412.

Greek (Liddell-Scott)

πολυρρόθιος: -ον, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἡ μεγάλως ῥοχθοῦσα, θάλασσα Κόϊντ. Σμ. 7. 305· ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμμάτων πληττόμενος Ἄρατ. 412· ― ὡσαύτως πολύρροθος, ον, φροίμια π., αἱ κραυγαὶ πολλῶν φωνῶν, Αἰσχύλ. Θήβ. 7.

Greek Monolingual

-ον, Α πολύρροθος
1. (για τη θάλασσα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολύβουος
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πλήττεται από τα κύματα της δυστυχίας («ἐποικτίρασα πολυρροθίους ανθρώπους», Άρατ.).