οἰκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust

Menander, Monostichoi, 217
(6_11)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς οἶκτον, ἢ ὁ ἐκφράζων οἶκτον, οἰκτικὰ ῥήματα Γαζῆς ἐν Bachm. Ἀνεκδ. 2. 290.
|lstext='''οἰκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς οἶκτον, ἢ ὁ ἐκφράζων οἶκτον, οἰκτικὰ ῥήματα Γαζῆς ἐν Bachm. Ἀνεκδ. 2. 290.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰκτικός]], -ή, -όν (Α) [[οίκτος]]<br />αυτός που εκφράζει οίκτο.
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκτικός Medium diacritics: οἰκτικός Low diacritics: οικτικός Capitals: ΟΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: oiktikós Transliteration B: oiktikos Transliteration C: oiktikos Beta Code: oi)ktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A expressive of pity or lamentation, An.Bachm.2.290.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς οἶκτον, ἢ ὁ ἐκφράζων οἶκτον, οἰκτικὰ ῥήματα Γαζῆς ἐν Bachm. Ἀνεκδ. 2. 290.

Greek Monolingual

οἰκτικός, -ή, -όν (Α) οίκτος
αυτός που εκφράζει οίκτο.