οἰκτικός

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκτικός Medium diacritics: οἰκτικός Low diacritics: οικτικός Capitals: ΟΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: oiktikós Transliteration B: oiktikos Transliteration C: oiktikos Beta Code: oi)ktiko/s

English (LSJ)

οἰκτική, οἰκτικόν, expressive of pity or lamentation, An.Bachm.2.290.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς οἶκτον, ἢ ὁ ἐκφράζων οἶκτον, οἰκτικὰ ῥήματα Γαζῆς ἐν Bachm. Ἀνεκδ. 2. 290.

Greek Monolingual

οἰκτικός, -ή, -όν (Α) οίκτος
αυτός που εκφράζει οίκτο.

German (Pape)

klagend, bemitleidend, Sp.